ἐξιδρόω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
A perspire, Hp.Vict.4.89, D.S.4.78, Dsc.Eup.1.97: c. acc. cogn., ὕδωρ ἐ. Alex.Aphr.Pr.1.119.
German (Pape)
[Seite 881] dasselbe, Medic., D. Sic. 4, 78.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιδρόω: προξενῶ, ἐπιφέρω ἱδρῶτα, τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλεῖ ἐξιδροῦν Ἱππ. π. Κρίσ. 52. 52, Διόδ. 4. 78: - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ὕδωρ ἐξιδροῖ Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 119.
Russian (Dvoretsky)
ἐξιδρόω: покрываться потом (διὰ τὴν θερμασίαν Diod.).