ὀνησιφόρως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière avantageuse.
Étymologie: ὀνησιφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησῐφόρως: с пользой (ὀ. καὶ θεραιτευτικῶς Plut.).
adv.
d’une manière avantageuse.
Étymologie: ὀνησιφόρος.
ὀνησῐφόρως: с пользой (ὀ. καὶ θεραιτευτικῶς Plut.).