ἀμφιδινέω
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
German (Pape)
[Seite 138] rundherum drehen, legen. κολεὸν νεοπρίστου ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται, die Scheide ist ringsum von Elfenbein gedreht, Od. 8, 405; ᾡ πέρι χεῦμα κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται, um welchen ein Guß von Zinn gelegt ist, ll. 23, 562.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. 3ᵉ sg. δεδίνηται;
faire tournoyer autour ; Pass. tournoyer ou rouler autour.
Étymologie: ἀμφί, δινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδῑνέω: обводить кругом: (θώρηξ), ᾦ πέρι χεῦμα κασσιτέροιο ἀμφιδεδίνηται Hom. броня, окаймленная оловянным литьем; κολεὸν ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται Hom. ножны оправлены в слоновую кость.