συνεξεγείρω
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
συνεξεγείρω: одновременно возбуждать: συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην Polyb. раздраженные причиненным им ущербом.