συνεξεγείρω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Russian (Dvoretsky)

συνεξεγείρω: одновременно возбуждать: συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην Polyb. раздраженные причиненным им ущербом.

German (Pape)

(ἐγείρω), mit oder zugleich aufwecken, ermuntern, aufregen, συνεξεγερθέντες διὰ τὴν σφετέραν βλάβην, Pol. 4.47.3.