φοξίχειλος

From LSJ
Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοξίχειλος Medium diacritics: φοξίχειλος Low diacritics: φοξίχειλος Capitals: ΦΟΞΙΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: phoxícheilos Transliteration B: phoxicheilos Transliteration C: foksicheilos Beta Code: foci/xeilos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.