συνοικιστής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A co-founder of a colony, St. Byz. s.v. Αἱμονία.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνοικίζω
συνοικιστήρ.