αἱματωπός

Revision as of 19:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

όν, A bloody to behold, blood-stained, κόραι, of the Furies, E.Or.256; δεργμάτων διαφθοραί Id.Ph.870.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτωπός: -όν, ἔχων ὄψιν αἱματώδη, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱμ. κόραι, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Εὐρ. Ὀρ. 256· αἱμ. δεργμάτων διαφθοραί, ὁ αὐτ. Φοίν. 870.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard sanguinaire.
Étymologie: αἷμα, ὤψ.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτωπός) -όν
de aspecto sangriento de las Erinis κόραι E.Or.256, θεαί E.Andr.978, δεργμάτων διαφθοραί E.Ph.870, δράκοντος ὄμμα E.Fr.870, cf. Trag.Adesp.732.5
esp. χρώμα de color rojo sangre Plu.2.565c.

Greek Monotonic

αἱμᾰτωπός: -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτωπός:
1) с кровожадным взором (κόραι = Ἐρινύες Eur.): αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. глаза, вырванные из кровавых орбит (о самоослеплении Эдипа);
2) кроваво-красный (χρῶμα Plut.).

Middle Liddell

[ὦψ]
bloody to behold, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματωπός -όν αἷμα, ὤψ] bloederig, bloedig:; αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραί de bloederige verminking van zijn ogen Eur. Phoen. 870; van de Furiën met bloederig aangezicht.