νύννιον
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
τό, and νύννιος, ὁ, A lullaby, Hsch.
Greek Monolingual
νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον
Frisk Etymology German
νύννιον: {núnnion}
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι· ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Etymology: Onomatopoetisches Lallwort, vgl. ngr. νανναρίζω, ναννουρίζω ich lulle in Schlaf und Oehl IF 57, 19.
Page 2,327