νύννιον

From LSJ
Revision as of 10:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύννιον Medium diacritics: νύννιον Low diacritics: νύννιον Capitals: ΝΥΝΝΙΟΝ
Transliteration A: nýnnion Transliteration B: nynnion Transliteration C: nynnion Beta Code: nu/nnion

English (LSJ)

τό, and νύννιος, ὁ, A lullaby, Hsch.

Greek Monolingual

νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῖς παιδίοις τοῖς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον

Frisk Etymology German

νύννιον: {núnnion}
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι· ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Etymology: Onomatopoetisches Lallwort, vgl. ngr. νανναρίζω, ναννουρίζω ich lulle in Schlaf und Oehl IF 57, 19.
Page 2,327