καταδαίομαι
From LSJ
French (Bailly abrégé)
inf. ao. Pass. καταδασθῆναι;
être dévoré.
Étymologie: κατά, δαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
καταδαίομαι: (inf. aor. pass. καταδασθῆναι)
1) med. пожирать (πάντα Hom. - in tmesi);
2) pass. быть пожираемым (ὑπ᾽ ἰχθύων Luc.).