πεζοθηρία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, Landjagd, Plat. Soph. 223 b.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πιθ. κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρία (< θήρ, θηρός), πρβλ. ζωο-θηρία].
Russian (Dvoretsky)
πεζοθηρία: ἡ сухопутная охота Plat.
[Seite 542] ἡ, Landjagd, Plat. Soph. 223 b.
ἡ, Α
πιθ. κυνήγι χερσαίων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -θηρία (< θήρ, θηρός), πρβλ. ζωο-θηρία].
πεζοθηρία: ἡ сухопутная охота Plat.