αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
ῖνος (ὁ) :seul. dat. pl. épq. σταμίνεσσι;montants des gaillards d'un navire.Étymologie: cf. ἵστημι.
-ίδος, ἡ, Αβλ. σταμίδα.