χωριτικῶς
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
French (Bailly abrégé)
adv.
en paysan, d'une manière rustique.
Étymologie: χωριτικός.
Russian (Dvoretsky)
χωρῑτικῶς: по-деревенски (τετράφθαι Xen.).