ἀνθρωπηΐη
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. δόρα;
peau d'homme.
Étymologie: ἀνθρωπήϊος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπηΐη: ἡ v. l. = ἀνθρωπέη.