ἐμφαντικῶς
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière significative, expressive.
Étymologie: ἐμφαντικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφαντικῶς: выразительно, отчетливо, наглядно (βραχέως μέν, ἐ. δέ Polyb.): ἐ. ποιῆσαι τι Plut. живо изобразить что-л. (на картине).