παρατράχηλος

From LSJ
Revision as of 13:49, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατράχηλος Medium diacritics: παρατράχηλος Low diacritics: παρατράχηλος Capitals: ΠΑΡΑΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: paratráchēlos Transliteration B: paratrachēlos Transliteration C: paratrachilos Beta Code: paratra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with the neck on one side, of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.H.8.421:—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100.

German (Pape)

[Seite 503] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

παρατράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τράχηλος.