περιμετωπίδιος

Revision as of 14:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωποπεριμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].