πανάγορσις

Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, ἡ, = παναγορία, ib.26.

Greek (Liddell-Scott)

πανάγορσις: ἡ, = πανήγυρις, λέξις Ἀρκαδικ., BCH XIII 281, 26.

Greek Monolingual

πανάγορσις, ἡ (Α)
(αρκαδ. λ.) πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγορ- του ἀγείρω (βλ. λ. παναγορία) + επίθημα -σις].