παρομαρτέω

Revision as of 14:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.

Greek (Liddell-Scott)

παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner, escorter, τινι.
Étymologie: παρά, ὁμαρτέω.

Greek Monotonic

παρομαρτέω: μέλ. -ήσω, συντροφεύω, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρομαρτέω: сопровождать, провожать (ἑκατέρωθεν Plut.): ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ομαρτέω begeleiden; overdr., abs.. ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ schaamteloosheid is haar begeleidster Luc. 25.55.

Middle Liddell

fut. ήσω
to accompany, Plut., Luc.