πεπλογραφία

From LSJ
Revision as of 14:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλογρᾰφία Medium diacritics: πεπλογραφία Low diacritics: πεπλογραφία Capitals: ΠΕΠΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: peplographía Transliteration B: peplographia Transliteration C: peplografia Beta Code: peplografi/a

English (LSJ)

ἡ, description of the peplos, or the subjects worked on it, title of work by Varro, being a sort of 'Book of Worthies', Cic.Att.16.11.3.

German (Pape)

[Seite 560] ἡ, Beschreibung des Peplos, so hieß eine Schrift des Varro, die das Lob großer Männer enthielt, Cic. Att. 16, 11; vgl. Ern. clav. Cic. h. v.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλογρᾰφία: ἡ, περιγραφὴ τοῦ πέπλου, ἢ τῶν ἐπ’ αὐτοῦ παριστανομένων, - ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Οὐάρρωνος, ὅπερ ἦτο εἶδος βιογραφίας τῶν ἐπισημοτάτων προσώπων, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 3, πρβλ. Ern. Clav. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α·.1. η περιγραφή του πέπλου ή αυτών που παριστάνονται σ' αυτό
2. ως κύριο όν. Πεπλογραφία
τίτλος έργου του Βάρρωνος, το οποίο ήταν είδος εγκωμιαστικής βιογραφίας επίσημων ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + -γραφία].