περίκλεισις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
εως, ἡ, enclosing all round, Theol.Ar.60.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλεισις: -εως, ἡ, τὸ περικλείειν ὁλόγυρα, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 60.