περιφρονητικός

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφρονητικός Medium diacritics: περιφρονητικός Low diacritics: περιφρονητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphronētikós Transliteration B: periphronētikos Transliteration C: perifronitikos Beta Code: perifronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, contemptuous, c. gen., Eun.Hist.p.233 D.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιφρονητής
αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση.
επίρρ...
περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν
με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση.