πιλοποιός

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑλοποιός Medium diacritics: πιλοποιός Low diacritics: πιλοποιός Capitals: ΠΙΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pilopoiós Transliteration B: pilopoios Transliteration C: pilopoios Beta Code: pilopoio/s

English (LSJ)

ὁ, felt-maker, hatter, Id.1.149,7.171.

German (Pape)

[Seite 615] Filz machend, Filzmacher, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα ἢ πίλους, Πολυδ. Α΄, 149, Ζ΄, 171· ― πιλοποιία, ἡ, κατασκευὴ πιλημάτων ἢ πίλων, ὁ αὐτ. Α΄, 171· ― πιλοποιϊκὸς καὶ -ποιητικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς πιλοποιίαν, ὕδωρ Γαλην.· ἡ πιλοποιητική, ἡ τέχνη τοῦ πιλοποιοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 171.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
κατασκευαστής πίλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖλος + -ποιός].