πλειονοψηφία
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
English (LSJ)
ἡ, dominant astrological influence, Serapio in Cat. Cod.Astr.5(3).87 (πλειοψ-), Paul.Al.R.1.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, die Mehrzahl der Stimmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλειονοψηφία: ὡς καὶ νῦν, πλείων ἀριθμὸς ψήφων, Παύλ. Ἀλ. Ἀποτελ. 65.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
βλ. πλειοψηφία.