ποικιλότραυλος
English (LSJ)
ον, lisping in various notes, μέλη Theoc.Ep. 4.10.
German (Pape)
[Seite 650] auf mannichfaltige Art stammelnd, singend, von Vögeln, μέλη κόσσυφοι ἠχεῦσιν, Theocr. 4 (IX, 437).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλότραυλος: -ον, ποικίλως τραυλίζων, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 10.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πτηνά) αυτός που τραυλίζει ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τραυλός (πρβλ. υπό-τραυλος)].
Greek Monotonic
ποικῐλότραυλος: -ον, αυτός που τιτιβίζει σε διάφορους τόνους, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλότραυλος: многоголосый, разнообразный (μέλη Anth.).
Middle Liddell
ποικῐλό-τραυλος, ον,
twittering in various notes, Theocr.