οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
πολύχοος, πολύχους, πολύτροπος, ποικιλότραυλος, πολυειδής, πολύμορφος, ποικίλος, σύμμικτος, καμπύλος