προμηχανάομαι
English (LSJ)
plan, contrive beforehand, D.H.1.46, 7.13, Luc. Alex.38 (v.l. προσ-).
German (Pape)
[Seite 734] dep. med., vorher veranstalten, aussinnen; D. Hal. 7, 13; auch οὐδὲν προεμηχανῶντο τῆς διώξεως, 2, 46, sie trafen keine Vorkehrungen, dachten nicht ans Verfolgen; Luc. Alex. 38.
Greek (Liddell-Scott)
προμηχᾰνάομαι: μηχανῶμαι, ἐπινοῶ ἐκ τῶν προτέρων, Διον. Ἁλ. 1. 46., 7. 13, Λουκ. Ἀλέξ. 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
machiner ou préparer d'avance.
Étymologie: πρό, μηχανάω.
Greek Monotonic
προμηχᾰνάομαι: αποθ., επινοώ εκ των προτέρων, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μηχανάομαι voorbereiden.
Russian (Dvoretsky)
προμηχᾰνάομαι: заранее устраивать, предпринимать (τὰ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα Luc.).
Middle Liddell
Dep. to contrive beforehand, Luc.