προπαράκειμαι
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
exist already, BGU243.14 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
προπαράκειμαι: Παθ., παράκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Δίων Κ. 49. 18.
Greek Monolingual
Α παράκειμαι
από πριν είμαι κοντά σε κάτι.