προσπαραλαμβάνω

Revision as of 16:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

employ as well, Παῆσιν PCair.Zen.500.4 (iii B.C.); take besides, D.C. 42.58, Iamb.Myst.8.4; include, Dsc.1 Praef.6; ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ . . π. Plot.6.8.7:—Pass., to be employed as well, Sor.1.26.

German (Pape)

[Seite 776] (s. λαμβάνω), noch dazu nehmen, Sp., wie Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω προσέτι, Διοσκ. 1 ἐν τῷ προοιμ., Δίων Κ. 42. 58.

Greek Monolingual

Α
1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη
2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)
3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα.