προστίζιος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
α, ον, = προσθίδιος, former, earlier, Schwyzer 410 (Elis).
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
βλ. προσθίδιος.