πυρεκτικός

From LSJ
Revision as of 16:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεκτικός Medium diacritics: πυρεκτικός Low diacritics: πυρεκτικός Capitals: ΠΥΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyrektikós Transliteration B: pyrektikos Transliteration C: pyrektikos Beta Code: purektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (πυρέσσω) feverish, Gal.16.491, Theol.Ar.51. Adv. -κῶς Paul.Aeg.3.43.

German (Pape)

[Seite 821] fieberhaft, zum Fieber gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεκτικός: -ή, -όν, (πυρέσσω) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυρέσσω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, πυρετώδης.
επίρρ...
πυρεκτικῶς ΜΑ
πυρετωδώς.