σκαληνόομαι
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
Pass., have the conception or impression of something unequal or crooked, τὴν ὄψιν Plu.2.1121b.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰληνόομαι: Παθ., ἔχω τὴν ἀντίληψιν ἢ ἐντύπωσιν σκαληνοῦ τινος ἢ σκολιοῦ καὶ ἀνωμάλου πράγματος, γίνομαι σκαληνὸς (ἄνισος), Πλούτ. 2. 1121Α.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰληνόομαι: быть искривленным, кривым Plut.