Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Full diacritics: σπειροδρᾰκοντόζωνος | Medium diacritics: σπειροδρακοντόζωνος | Low diacritics: σπειροδρακοντόζωνος | Capitals: ΣΠΕΙΡΟΔΡΑΚΟΝΤΟΖΩΝΟΣ |
Transliteration A: speirodrakontózōnos | Transliteration B: speirodrakontozōnos | Transliteration C: speirodrakontozonos | Beta Code: speirodrakonto/zwnos |
ον, girt with coils of snakes, An.Ox.3.182.
σπειροδρᾰκοντόζωνος: -ον, ὁ ἐζωσμένος μὲ σπείρας δράκοντος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 182.
-ον, Α
ζωσμένος με σπείρες δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + δράκων, -οντος + ζώνη (πρβλ. πυρι-δρακοντό-ζωνος)].