στρογγυλόπους

Revision as of 18:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

δίφρος, chair with round legs, IG22.1414.13 (-πος lapis).

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλόπους: δίφρος, ὁ ἔχων στρογγύλους πόδας, ἄξονας, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Ancien gr. inscr. in the brit. Mus. XXXII. στ. 12-13, Michaelis Parthenon σ. 297.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει στρογγυλά πόδια, στρογγυλούς άξονες («στρογγυλόπους δίφρος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεινό-πους].