συντράχηλος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with head sunk between shoulders, Philostr. Gym.35.
Greek Monolingual
-ον, Α
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τράχηλος (πρβλ. περι-τράχηλος)].