σωμασκίας

From LSJ
Revision as of 19:19, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκίας Medium diacritics: σωμασκίας Low diacritics: σωμασκίας Capitals: ΣΩΜΑΣΚΙΑΣ
Transliteration A: sōmaskías Transliteration B: sōmaskias Transliteration C: somaskias Beta Code: swmaski/as

English (LSJ)

ου, ὁ, one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].