σχηματόδεσμος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Full diacritics: σχημᾰτόδεσμος | Medium diacritics: σχηματόδεσμος | Low diacritics: σχηματόδεσμος | Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΔΕΣΜΟΣ |
Transliteration A: schēmatódesmos | Transliteration B: schēmatodesmos | Transliteration C: schimatodesmos | Beta Code: sxhmato/desmos |
ὁ, a kind of bandage, Orib.45.18.5.
σχηματόδεσμος: ὁ, εἶδος ἰατρικοῦ περιδέσμου, Ὀρειβάσ. σ. 52 Mai.
ὁ, Α
ιατρ. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, -ήματος + δεσμός.