φιλίστωρ

From LSJ
Revision as of 19:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλίστωρ Medium diacritics: φιλίστωρ Low diacritics: φιλίστωρ Capitals: ΦΙΛΙΣΤΩΡ
Transliteration A: philístōr Transliteration B: philistōr Transliteration C: filistor Beta Code: fili/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, fond of learning, Vett.Val.17.24; φ. λόγοι, title of work by Hierocl., Tz.H.7.716; without λόγοι, St.Byz. s. vv. Βραχμᾶνες et Ταρκυνία.

German (Pape)

[Seite 1278] ορος, lernliebend, wißbegierig, neugierig, St. B.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, φιλομαθής, περίεργος, Ἱεροκλ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξ. Βραχμᾶνες καὶ ἐν λέξ. Ταρκυνία.

Greek Monolingual

-ορος, ο, η, ΝΜ
(λόγιος τ.) φιλομαθής
νεοελλ.
αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].