φθέωμεν
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
φθέωσι, φθήῃ, φθῇσιν, v. φθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
φθέωμεν: φθέωσιν, φθήῃ, φθῇσιν, ἴδε ἐν λέξ. φθάνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. ao.2 de φθάνω.
English (Autenrieth)
see φθάνω.
Greek Monotonic
φθέωμεν: φθέωσιν, Επικ. αντί φθῶμεν, φθῶσιν, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.
Russian (Dvoretsky)
φθέωμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 conjct. к φθάνω.