φρυγανικός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ή, όν, = φρυγανώδης, τὰ φ. Thphr.HP1.5.3, 6.6.1; φ. ἔμβλημα Sammelb.7361.13 (iii A. D.): Sup., -ώτατα τῇ προσόψει Thphr.CP3.7.11.
German (Pape)
[Seite 1310] von kurzem, dürrem Holze, Reisig, dazu gehörig, auch = φρυγανώδης, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγᾰνικός: -ή, -όν, = φρυγανώδης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 1· φρυγανικώτατα τῇ προσόψει ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρύγανον
φρυγανώδης.