φρικίασις
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
English (LSJ)
εως, ἡ, shivering, Sch.Poet. de herb. 166.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, u. φρικιασμός, ὁ, Fieberschauer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκίασις: -εως, ἡ, ἀνατρίχιασμα, ἀνατριχίλα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) σ. 478, πρβλ. Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 2. 654 (ἐκδόσ. 1).