χαλκοστέφανος

Revision as of 20:06, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, bronze-crowned, τέμενος Epigr. ap. D.S. 11.14.

German (Pape)

[Seite 1332] mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 (App. 242) bei D. Sic. 11, 14.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοστέφᾰνος: -ον, ὁ χαλκῷ ἐστεμμένος, τέμενος Ἀνθολ. Παλατ. παράρτ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné d'airain (temple).
Étymologie: χαλκός, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + στέφανος (πρβλ. κισσο-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].

Greek Monotonic

χαλκοστέφᾰνος: -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοστέφᾰνος: увенчанный медной кровлей или медным карнизом (τέμενος ap. Diod.).

Middle Liddell

χαλκο-στέφᾰνος, ον,
brass-crowned, τέμενος Anth.