χειρόπους
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος, = χειροπόδης, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.
Greek Monolingual
-ουν, Α
βλ. χιρόπους.