χελωνία
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
and χελων-ῖτις, ιδος, ἡ, tortoise-stone, name of a gem, Plin.HN37.155.
Greek (Liddell-Scott)
χελωνία: καὶ χελωνῖτις, ἡ, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelonia (< χελώνη)].
(II)
ἡ, Α χελώνη
είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῑτις.