Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: γλάχων | Medium diacritics: γλάχων | Low diacritics: γλάχων | Capitals: ΓΛΑΧΩΝ |
Transliteration A: gláchōn | Transliteration B: glachōn | Transliteration C: glachon | Beta Code: gla/xwn |
[ᾱ], Dor. for γλήχων, v. βλήχων.
γλάχων: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ γλήχων, ἴδε ἐν λ. βλήχων.
γλάχων: και γλακὼ[ᾱ], Δωρ. αντί γλήχων, -ώ, βλ. βλήχων.
γλάχων: дор. Arph. = γλήχων.