διάπηξ
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ηγος, ὁ, = διάπηγμα, Apollod.Poliorc.172.7: as adjective, διάπηγες μοχλοί Ph.Byz.Mir.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάπηξ: ηγος, ὁ, = διάπηγμα, Ἀπολλ. Πολιορκ. σ. 32.
Spanish (DGE)
-ηγος, ὁ
travesaño Apollod.Poliorc.172.7, como adj. διάπηγες μοχλοί Ph.Byz.Mir.4.2.
Greek Monolingual
(-ηγος), ο
βλ. διάπηγμα.