διαποθνῄσκω
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
keep dying, διαμάχεσθαι καὶ δ. Plb.16.31.8.
Greek (Liddell-Scott)
διαποθνῄσκω: ἀποθνῄσκω ἀγωνιζόμενος, Πολύβ. 16. 31, 8.
Russian (Dvoretsky)
διαποθνῄσκω: умирать (διαμάχεσθαι καὶ δ. Polyb.).