δυωδεκάμοιρος

Revision as of 23:22, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, divided into twelve parts, AP7.641 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

δυωδεκάμοιρος: -ον, διῃρημένος εἰς δώδεκα μέρη, δ. σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, ἡ νύξ, Ἀνθ. Π. 7. 641.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
divisé en douze parties.
Étymologie: δυώδεκα, μοῖρα.

Greek Monotonic

δυωδεκάμοιρος: -ον, αυτός που έχει διαιρεθεί, μοιρασθεί σε δώδεκα κομμάτια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυωδεκάμοιρος: разделенный на двенадцать частей (σῆμα Anth.).

Middle Liddell

δυωδεκά-μοιρος, ον
divided into twelve parts, Anth.