δυωδεκάμοιρος

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠωδεκάμοιρος Medium diacritics: δυωδεκάμοιρος Low diacritics: δυωδεκάμοιρος Capitals: ΔΥΩΔΕΚΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: dyōdekámoiros Transliteration B: dyōdekamoiros Transliteration C: dyodekamoiros Beta Code: duwdeka/moiros

English (LSJ)

δυωδεκάμοιρον, divided into twelve parts, AP7.641 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
divisé en douze parties.
Étymologie: δυώδεκα, μοῖρα.

German (Pape)

p. = δωδεκάμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

δυωδεκάμοιρος: разделенный на двенадцать частей (σῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δυωδεκάμοιρος: -ον, διῃρημένος εἰς δώδεκα μέρη, δ. σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, ἡ νύξ, Ἀνθ. Π. 7. 641.

Greek Monotonic

δυωδεκάμοιρος: -ον, αυτός που έχει διαιρεθεί, μοιρασθεί σε δώδεκα κομμάτια, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυωδεκά-μοιρος, ον
divided into twelve parts, Anth.