κάκκαβος
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Full diacritics: κάκκαβος | Medium diacritics: κάκκαβος | Low diacritics: κάκκαβος | Capitals: ΚΑΚΚΑΒΟΣ |
Transliteration A: kákkabos | Transliteration B: kakkabos | Transliteration C: kakkavos | Beta Code: ka/kkabos |
v. κακκάβη (A).
[Seite 1298] ἡ, = κακκάβη 2, VLL. erkl. es als ein ἀγγεῖον; Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Nicochar. Poll. 10, 106.
κάκκᾰβος: ἴδε κακκάβη (Α).
κάκκαβος, ὁ (Α)
κακκάβη (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κακκάβη (Ι)].